σύχνασμα

σύχνασμα
το, -ατος
το να συχνάζει κάποιος κάπου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύχνασμα — το, ΝΜΑ [συχνάζω] το να γίνεται συχνά νεοελλ. το να συχνάζει κανείς κάπου …   Dictionary of Greek

  • συχνάσματα — σύχνασμα that which is done frequently neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”